- τσιφλικούχος
- ο , η владел |ец, -ица поместья
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσιφλικούχος — ο, η, Ν τσιφλικάς, ιδιοκτήτης τσιφλικιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιφλίκι + κατάλ. ούχος* (< έχω), πρβλ. οικοπεδ ούχος] … Dictionary of Greek
τσιφλικούχος — ο θηλ. α τσιφλικάς (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιφλικάς — ο πληθ. άδες, ο ιδιοκτήτης τσιφλικιού, ο κάτοχος μεγάλου αγροκτήματος, τσιφλικούχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)